πολυπροσωπία

πολυπροσωπία
η, Ν [πολυπρόσωπος]
1. το να έχει κάτι πολλά πρόσωπα
2. το να είναι κανείς ανειλικρινής, το να είναι πολυπρόσωπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολυπροσωπία — η η ιδιότητα του πολυπρόσωπου, η ποικιλομορφία, η ανειλικρίνεια, η πρωτεϊκότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”